ἀπολιθώσεως

ἀπολιθώσεως
ἀπολιθώσεω̆ς , ἀπολίθωσις
petrifaction
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενανθράκωση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται ορισμένοι χάλυβες (εξαιρετικά μαλακοί και ειδικοί), με σκοπό να γίνει περισσότερο σκληρή η επιφάνειά τους. Η ε. βασίζεται στην απορρόφηση μικρών ποσοτήτων άνθρακα από το επιφανειακό στρώμα του μετάλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”